Έγκλημα στο Ellada 2.0 Express - Και η επόμενη μέρα
Του Ορθαγόρα
Από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα να γράψω άρθρο για το θανατικό στα Τέμπη, προσπαθώ να δω τα γεγονότα με ψυχρή δημοσιογραφική ματιά, μα δεν τα καταφέρνω. Ίσως, γιατί δεν είμαι δημοσιογράφος. Ίσως, πάλι, γιατί οι ψυχές και το (νωπό ακόμη) αίμα των νεκρών δεν αφήνουν την νόησή μου να πάρει τις απαιτούμενες αποστάσεις.
«Φριχτό σιδηροδρομικό δυστύχημα»... «αντικειμενική πολιτική ευθύνη»... «τραγικό ανθρώπινο λάθος»... «σύσταση ανεξάρτητης και υπερκομματικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων»... «διαχρονικές καθυστερήσεις»... «η δικαιοσύνη ΘΑ κάνει την δική της δουλειά»... «οι ευθύνες ΘΑ αποδοθούν».... «η πολιτεία ΘΑ σταθεί δίπλα στις οικογένειες των θυμάτων»... «ΘΑ πενθήσουμε»... «ΘΑ μείνουμε ενωμένοι»... «ΘΑ σκύψουμε το κεφάλι»... «ΘΑ σφίξουμε τα δόντια». «ΘΑ δουλέψουμε»... «ποτέ ξανά»...«σας το υπόσχομαι»...
Το ίδιο μονότονο τροπάριο, η ίδια ξύλινη γλώσσα, οι ίδιες ψεύτικες υποσχέσεις. Είχε δίκιο ο Σαίξπηρ όταν έλεγε ότι «ο θάνατος μεταχειρίζεται την ασωτία ως βοηθό του για να επιταχύνει το έργο του». Την πολιτική ασωτία (και αλητεία) μεταχειρίστηκε και στην περίπτωση των Τεμπών ο «τανηλεγής θάνατος», ο ανήλεος, αυτός που προκαλεί θρήνο ατελείωτο. Και πήρε ζωές πολλές και άγουρες, ο ανεχόρταγος. Και ο άδικος. Γιατί, τι άλλο παρά αδικία είναι η πρόωρη φυγή τόσων ψυχών που δεν πρόλαβαν να ωριμάσουν...
Όπως γράφει ο μελετητής της δημοτικής μας ποίησης, Guy (Michel) Saunier, «η αρχαία πόλις αναγνώριζε την ύπαρξη μιας αντικειμενικής αδικίας σε κάθε ανθρωποκτονία, εκούσια ή ακούσια. Στο δημοτικό τραγούδι, κάθε θάνατος αποτελεί αντικειμενική αδικία, ή, για να το πούμε διαφορετικά, κάθε θάνατος θεωρείται ανθρωποκτονία». Και η ανθρωποκτονία είναι έγκλημα, σύμφωνα τόσο με τον γραπτό όσο και με τον άγραφο νόμο. Πολλαπλή ανθρωποκτονία συντελέστηκε στα Τέμπη. Έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές. Έγκλημα στο «Ellada 2.0 Express». Και με πολλούς ενόχους -πέραν του μετακλητού υπαλλήλου του υπουργείου (α)παιδείας που με αδιευκρίνιστα κριτήρια εχρίσθη σταθμάρχης.
Στο πασίγνωστο μυθιστόρημα της Άγκάθα Κρίστι, «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές», ένοχοι είναι όλοι οι επιβάτες του τρένου, στο οποίο βρέθηκε δολοφονημένος ο απαγωγέας και δολοφόνος της μικρούλας Νταίζη Άρμστρονγκ. Αντίθετα, στο «Έγκλημα στο Ellada 2.0 Express», οι επιβάτες του τρένου είναι τα θύματα. Και θύτες είναι όλα τα ανδρείκελα της κομματοκρατίας. Ενώ στο μυθιστόρημα ο Ηρακλής Πουαρώ αποδέχεται την αυτοδικία και καλύπτει τελικά τους ενόχους, παραβαίνοντας για πρώτη φορά τις αρχές του, στην τραγωδία των Τεμπών ο ελληνικός λαός οφείλει να τους καταδικάσει και να τους τιμωρήσει πολιτικά, τηρώντας για πρώτη ίσως φορά τις λησμονημένες αξίες και αρχές του.
Γιατί μόνον εμείς, Συνέλληνες, μπορούμε να εφαρμόσουμε το δίκαιο σε αυτήν την χώρα. Η «δικαιοσύνη θα κάνει την δική της δουλειά», όπως την έκανε στο σκάνδαλο Ζίμενς, στην υπόθεση Λιγνάδη, στους πλειστηριασμούς, και σε πλείστες όσες άλλες περιπτώσεις. Οι «ευθύνες θα αποδοθούν», όπως αποδίδονται εδώ και δεκαετίες: διά της εντέχνου μη αποδόσεως. Η «ανεξάρτητη και υπερκομματική επιτροπή εμπειρογνωμόνων» θα γράψει μεροκάματα, για να εκδώσει πόρισμα ανώδυνον και αρεστόν εις τας αρχάς. Οι κυβερνώντες «θα μείνουν ενωμένοι», όπως κάθε λέσχη ατίμων που σέβεται τον εαυτό της. Και «θα σκύψουν το κεφάλι», «θα σφίξουν τα δόντια», και θα μας δουλέψουν ψιλό γαζί «ξανά και ξανά», καταπώς το συνηθίζουν. Μας το «υπόσχεται» άλλωστε ο λεσχιάρχης, γνωστός εις το πανελλήνιον ως (απ)άνθρωπος που τις τηρεί τις υποσχέσεις του.
Βλέποντας κι ακούγοντας τον ανεκδιήγητο σηκωμενογιακά να ξερνάει με ύφος απροκάλυπτα επιτηδευμένο τις αρλούμπες του, ανασύρθηκαν από την μνήμη μου τα γεμάτα πίκρα λόγια του Βάρναλη: «Στη χώρ' αυτή που τήνε λέω δικιά μου, ξένος είμαι και τυχερός που ζω»! Τι σχέση έχουμε εμείς με τον κούλη και με τους ομοίους του, Συνέλληνες; Απολύτως καμιά! Κι εχει δίκιο ο ποιητής, από τύχη ζούμε, μ' αυτούς που μπλέξαμε -κι ας μην υπάρχει τύχη. Αλλά δεν ζουν, δυστυχώς, οι άτυχοι του Intercity 62. Όπως δεν θα ζουν εφεξής και οι οικογένειές τους. Αυτές που «δίπλα τους θα σταθεί η ψευδοπολιτεία». Για να τους χτυπήσει «φιλικά» στην πλάτη και να τους στηρίξει, όπως έκανε με τους συγγενείς των νεκρών στο Μάτι.
Κοντεύει να ξημερώσει κι εγώ παλεύω ακόμη με τις λέξεις. Και με τα συναισθήματα. Πενθώ και πονάω, Συνέλληνες. Για τους νεκρούς της στοιχειωμένης κοιλάδας, αλλά και για εμάς τους ζωντανούς, που χρόνια τώρα περιφέρουμε το σαρκίο μας σαν πεθαμένοι ανάμεσα στα χαλάσματα. Πενθώ και πονάω, και προσπαθώ να καταλάβω πώς αφεθήκαμε -εμείς οι γόνοι θεών, ημίθεων, και ηρώων- εύκολη λεία σε ύαινες και γύπες με κακότεχνα ανθρώπινα προσωπεία. Πενθώ και πονάω. Κι ύστερα θεριεύει μέσα μου η οργή για τους ψυχρούς δολοφόνους των σωμάτων, των ψυχών, και των ονείρων μας.
Μα, να! Η οργή αρχίζει να μεταλλάσσεται, να μετουσιώνεται σε πόθο δυνατό και απόφαση αμετάκλητη. Και μέσα απ' τους καπνούς των φτηνών τσιγάρων, που πότισαν ακόμα και τους άβαφους τοίχους της μικρής μου κάμαρης, θωρώ να προβάλλει ο άλλος μου εαυτός, ο για αιώνες αφημένος στην σκοτεινιά της λήθης. Με την αστραφτερή φορεσιά του πολίτη-οπλίτη, με το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα καρφωμένο θαρρείς στο μέλλον, με φωνή που με τραντάζει συθέμελα, «Ξύπνα, μωρέ», μου λέει, «το πένθος δεν ταιριάζει στους Έλληνες, μήτε ο πόνος ο αβάσταγος! Τους νεκρούς σου να τιμάς, παίρνοντας πίσω τα δίκαια και τα δικά τους».
Απ' το παράθυρο τρύπωσε κιόλας στο δωμάτιο το πρώτο φως της αυγής. Και φέρνει μαζί του εικόνες και ήχους αλλοτινούς, που είχα ως φαίνεται ξεχάσει:
Η ψευδόπολις εάλω! Δικαστική, νομοθετική, και εκτελεστική εξουσία είναι στα χέρια μας! Τ' αδέρφια διαλαλούν ήδη το χαρμόσυνο νέο στα πέρατα της χώρας, που απ' άκρου εις άκρον εορτάζει. Νέες γυναίκες, με μαλλιά λυτά και πέπλα αραχνοΰφαντα, ξεχύνονται στους δρόμους, κρατώντας κλώνους λυγαριάς. Κι άλλες χορεύουν στις φωτιές, βουλιάζοντας τους αστραγάλους στα πυρωμένα κάρβουνα. Αγριομέλισσες προσφέρουν το μέλι τους στους πεινασμένους, κι οι ταξιδιώτες ξεδιψούν με γάλα που βγάζουν απ' τα στήθια τους οι λύκαινες. Οι νύμφες αφήνουν τους Ωκεανούς, σμίγοντας στις αμμουδιές τα παλικάρια, κι ο Διόνυσος στέλνει με πομπή χιλιάδες κρασοβάρελα στην νέα Πολιτεία. Τα καράβια βγαίνουν στις στεριές κι απ' το κατάστρωμα λεύτεροι ξεχύνονται οι ωραίοι οπλίτες της Συνέλευσις. Απ' την ρωγμή του βράχου των Δελφών, σταυραετοί σηκώνονται ψάλλοντας ύμνους δοξαστικούς. Οπλισμένες με μάραθο, οι κόρες της Άρτεμης εξορίζουν τους εχθρούς της ανθοφορίας, πέρα ακόμα κι απ' τις σφραγισμένες πύλες του Θανάτου! Μες στη γαλήνια ομόνοια των λουλουδιών, ένα μικρό κορίτσι ανηφορίζει κρατώντας στο χέρι του ένα καλάθι μούρα. Και τα παιδιά, μ' ένα ελάχιστο τριφύλλι, ξεκλειδώνουν τον κόσμο, γελώντας και παίζοντας με τον ποιητή του Αιγαίου!
«Βλέπεις; Ακούς; » με ρωτάει ο άλλος μου εαυτός, ο για αιώνες αφημένος στην σκοτεινιά της λήθης. «Αισθάνεσαι τους κραδασμούς της επόμενης ημέρας;» με ξαναρωτάει. «Και βλέπω, και ακούω, και αισθάνομαι» του απαντώ. Χαμογελάει ικανοποιημένος και χάνεται. Όχι στην λησμονιά, μα βαθιά μέσα στον νου και την ψυχή μου.
Ανοίγω το παράθυρο και χαιρετίζω το φως που ολοένα δυναμώνει. Το πένθος δεν ταιριάζει στο γένος μας, Συνέλληνες, αδέρφια μου στον ωραίο τον αγώνα. Η επόμενη μέρα είναι δική μας, όχι δική τους. Έρρωσθε και ευδαιμονείτε!
0 Σχόλια